προμηθευτής ηλεκτρικού ρεύματος (promitheftis ilektrikoy revmatos)

listen to the pronunciation of προμηθευτής ηλεκτρικού ρεύματος (promitheftis ilektrikoy revmatos)
Greek - English

Definition of προμηθευτής ηλεκτρικού ρεύματος (promitheftis ilektrikoy revmatos) in Greek English dictionary

προμηθευτής ηλεκτρικού ρεύματος
supplier of the power
προμηθευτής ηλεκτρικού ρεύματος (promitheftis ilektrikoy revmatos)
Favorites