μετοχικό κεφάλαιο » (metohiko kefalaio »)

listen to the pronunciation of μετοχικό κεφάλαιο » (metohiko kefalaio »)
Greek - English

Definition of μετοχικό κεφάλαιο » (metohiko kefalaio ») in Greek English dictionary

μετοχικό κεφάλαιο »
stockholders' equity